Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνήριθμος
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνήωρ
συνθακέω
View word page
συνήριθμος
συνήριθμος,
A). v. συνάριθμος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνήριθμος
Headword (normalized):
συνήριθμος
Headword (normalized/stripped):
συνηριθμος
IDX:
100547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνήριθμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνάριθμος</span> .</div> </div><br><br>'}