Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνήριθμος
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
View word page
συνηρέτης
συνηρέτ-ης, ου, ,
A). = σύμφωνος , colleague, Phot.


ShortDef

colleague

Debugging

Headword:
συνηρέτης
Headword (normalized):
συνηρέτης
Headword (normalized/stripped):
συνηρετης
IDX:
100542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηρέτ-ης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σύμφωνος</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">colleague</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}