Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνήριθμος
συνηρμοσμένως
View word page
συνηπειρώτης
συνηπειρώτης, ου, ,
A). fellow-Epirote, Varro RR 2.5 .


ShortDef

fellow-Epirote

Debugging

Headword:
συνηπειρώτης
Headword (normalized):
συνηπειρώτης
Headword (normalized/stripped):
συνηπειρωτης
IDX:
100538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηπειρώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-Epirote</span>, Varro <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">RR</span> 2.5 </span>.</div> </div><br><br>'}