Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
συνηνωμένως
συνήορος
συνηπειρώτης
συνηπεροπεύω
συνηρεμέω
συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
View word page
συνηνωμένως
συνηνωμένως, Adv.,(συνενόω)
A). unitedly, Tz. H. 12.60 .


ShortDef

unitedly

Debugging

Headword:
συνηνωμένως
Headword (normalized):
συνηνωμένως
Headword (normalized/stripped):
συνηνωμενως
IDX:
100536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηνωμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">συνενόω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unitedly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:12:60" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:12.60/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 12.60 </a>.</div> </div><br><br>'}