Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνηλικιώτης
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
συνηνιοχέω
View word page
συνηλυσίη
συνηλῠσίη, ,
A). meeting, assembly, AP 9.665 ( Agath.).


ShortDef

a meeting, assembly

Debugging

Headword:
συνηλυσίη
Headword (normalized):
συνηλυσίη
Headword (normalized/stripped):
συνηλυσιη
IDX:
100525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηλῠσίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">meeting, assembly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.665 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}