Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηθέομαι
συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνηλικιώτης
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημερόομαι
συνημμένως
συνημοσύνη
συνήμων
συνήνεμος
View word page
σύνηλυς
σύνηλῠς, ῠδος, , , in pl.,
A). convenae, Gloss.


ShortDef

convenae

Debugging

Headword:
σύνηλυς
Headword (normalized):
σύνηλυς
Headword (normalized/stripped):
συνηλυς
IDX:
100524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνηλῠς</span>, <span class="itype greek">ῠδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convenae,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}