Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνηλικιώτης
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
συνημέρευσις
View word page
συνηκολουθηκότως
συνηκολουθηκότως, Adv.
A). by way of consequence, consistently, Chrysipp.Stoic. 2.257 .


ShortDef

by way of consequence, consistently

Debugging

Headword:
συνηκολουθηκότως
Headword (normalized):
συνηκολουθηκότως
Headword (normalized/stripped):
συνηκολουθηκοτως
IDX:
100517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηκολουθηκότως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by way of consequence, consistently</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:2:257" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:2.257/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Chrysipp.Stoic.</span> 2.257 </a>.</div> </div><br><br>'}