Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνηλικιώτης
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
συνηλυσίη
συνήλωσις
View word page
συνηθία
συνηθία, ,
A). = συνήθεια , Hdn.Gr. 1.292 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνηθία
Headword (normalized):
συνηθία
Headword (normalized/stripped):
συνηθια
IDX:
100516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηθία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνήθεια</span> , Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.292 </span>.</div> </div><br><br>'}