Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηγορέω
συνηγόρημα
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
συνηλικιώτης
συνῆλιξ
συνηλόω
σύνηλυς
View word page
συνηθέομαι
συνηθέομαι, Pass.,
A). to be filtered together, Gal. 19.649 .


ShortDef

to be filtered together

Debugging

Headword:
συνηθέομαι
Headword (normalized):
συνηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνηθεομαι
IDX:
100514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνηθέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be filtered together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.649 </span>.</div> </div><br><br>'}