Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
συνηγόρημα
συνηγορητέον
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνῃδέατε
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνηθέομαι
συνήθης
συνηθία
συνηκολουθηκότως
συνήκοος
συνήκω
συνηλικία
View word page
συνῃδέατε
συνῃδέατε,
A). v. σύνοιδα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνῃδέατε
Headword (normalized):
συνῃδέατε
Headword (normalized/stripped):
συνηδεατε
IDX:
100510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνῃδέατε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύνοιδα</span> .</div> </div><br><br>'}