συνηγορία
συνηγορ-ία, ἡ,
A). advocacy of another's cause, (pl.); 3.7 μετὰ -ίας ἐπιρρωννύντες Ir. p.65 W.; εἰς τὴν -ίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν , cf. 2.3 ; 15.578 right to practise as an advocate, (iii A.D.): pl., 40 ii 4 περὶ τῶν συμμάχων Rh. Al. 1425a7 , cf. OGI 567.19 (Attalia, ii A.D.), CIG 2795 (Aphrodisias).
3). ἀπὸ -ῶν ταμείου sometime advocatus fisci, . 3.712a