Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνεχθραίνω
συνέχθω
συνεχίζω
συνεχισμός
συνεχόντως
συνέχω
συνέψημα
συνεψητέον
συνεψιάω
συνέψω
συνηβάω
συνηβολέω
συνηβολίη
σύνηβος
συνηγέομαι
συνηγμένως
συνηγορέω
View word page
συνέψημα
συνέψημα
,
ατος
,
τό
,
A).
boiling together
, f.l. in
Gal.
6.531
.
ShortDef
boiling together
Debugging
Headword:
συνέψημα
Headword (normalized):
συνέψημα
Headword (normalized/stripped):
συνεψημα
IDX:
100494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100495
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνέψημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boiling together</span>, f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.531 </span>.</div> </div><br><br>'}