Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεφέλκω
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίαζεν
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνεχθραίνω
συνέχθω
συνεχίζω
συνεχισμός
συνεχόντως
συνέχω
View word page
συνεφορμάω
συνεφ-ορμάω,
A). urge on together, Hsch.


ShortDef

urge on together

Debugging

Headword:
συνεφορμάω
Headword (normalized):
συνεφορμάω
Headword (normalized/stripped):
συνεφορμαω
IDX:
100483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεφ-ορμάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">urge on together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}