Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεφαιρέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφειάζω
συνεφέλκω
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίαζεν
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνεχθραίνω
View word page
συνεφίημι
συνεφ-ίημι,
A). join in granting, συνεφίοντος κατὰ τὸ δάνειον καὶ συνομολογοῦντος Πυθοκρίτου IG 12(5).872.75 (Tenos, iii B.C.).


ShortDef

join in granting

Debugging

Headword:
συνεφίημι
Headword (normalized):
συνεφίημι
Headword (normalized/stripped):
συνεφιημι
IDX:
100478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεφ-ίημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in granting</span>, <span class="quote greek">συνεφίοντος κατὰ τὸ δάνειον καὶ συνομολογοῦντος Πυθοκρίτου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).872.75 </span> (Tenos, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}