Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνευωχητής
συνεφαιρέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφειάζω
συνεφέλκω
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίαζεν
συνεφίημι
συνεφίστημι
συνεφοδιάζω
συνεφοράω
συνεφορεύω
συνεφορμάω
συνέφορος
συνέχεια
View word page
συνεφηβία
συνεφηβ-ία
,
ἡ
,
A).
group of
συνέφηβοι
,
Supp.Epigr.
4.301.15
(Panamara, ii A.D., pl.).
ShortDef
group of συνέφηβοι
Debugging
Headword:
συνεφηβία
Headword (normalized):
συνεφηβία
Headword (normalized/stripped):
συνεφηβια
IDX:
100475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100476
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεφηβ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">group of</span> <span class="foreign greek">συνέφηβοι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 4.301.15 </span> (Panamara, ii A.D., pl.).</div> </div><br><br>'}