Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνευτονέω
συνευτροφέω
συνευτυχέω
συνευφημέω
συνευφράζομαι
συνευφραίνομαι
συνευχή
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνευωχητής
συνεφαιρέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφαρμόζω
συνεφεδρεύω
συνεφειάζω
συνεφέλκω
συνεφηβεύω
συνεφηβία
συνέφηβος
συνεφίαζεν
συνεφίημι
View word page
συνεφαιρέομαι
συνεφ-αιρέομαι,
A). choose in addition by consent, GDI 1832.13 (Delph.).


ShortDef

choose in addition by consent

Debugging

Headword:
συνεφαιρέομαι
Headword (normalized):
συνεφαιρέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεφαιρεομαι
IDX:
100468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεφ-αιρέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">choose in addition by consent</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1832.13 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}