συνευπορέω
συνευπορέω,
A). contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου .. συνευπορῆσαι : abs., 33.6 ς. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν . 139
2). c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, ς. τινὶ προικός ; 11.37 ς. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, , 8.19 59.72 .