Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνευθύνω
συνευκαιρέω
συνευκοσμέω
συνευνάζω
συνευνάομαι
συνευνετέω
συνευνέτης
συνεύνιος
συνευνίς
συνευνοέομαι
συνευνομιῶται
σύνευνος
συνευπαίδευτος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευρύνω
συνευσεβέω
συνευσχημονέω
συνευτονέω
συνευτροφέω
View word page
συνευνομιῶται
συνευνομιῶται
,
οἱ
,
A).
colleagues in the
εὐνομία
(q.v. in Addendis),
GDI
5119a
(
p.422
, Crete).
ShortDef
colleagues in the εὐνομία
Debugging
Headword:
συνευνομιῶται
Headword (normalized):
συνευνομιῶται
Headword (normalized/stripped):
συνευνομιωται
IDX:
100449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100450
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνευνομιῶται</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colleagues in the</span> <span class="foreign greek">εὐνομία</span> (q.v. in Addendis), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 5119a </span> (<span class="bibl"> p.422 </span>, Crete).</div> </div><br><br>'}