Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεστώ
συνεταιρέω
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετόβουλος
συνετός
συνετυμολογέω
συνεύαδον
συνευαρεστέω
συνευαστήρ
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνευδόκησις
συνεύδω
συνευεργετέω
συνευημερέω
συνευθυμέομαι
συνευθύνω
συνευκαιρέω
συνευκοσμέω
View word page
συνευαστήρ
συνευαστήρ, ῆρος, ,
A). fellow-bacchanal, Orph. Εὐχή 34 .


ShortDef

fellow-bacchanal

Debugging

Headword:
συνευαστήρ
Headword (normalized):
συνευαστήρ
Headword (normalized/stripped):
συνευαστηρ
IDX:
100431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνευαστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-bacchanal</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> </span> <span class="quote greek">Εὐχή</span> <span class="bibl"> 34 </span> .</div> </div><br><br>'}