ἀντικοντόω
ἀντικοντόω,
A). support with a pole or stick, ξύλῳ ἀ. τῷ σώματι Mochl. 20 ( ἀντικονταίνουσι prob.l. for -κοταίνουσι , -κοτέουσι or -κοντέουσι codd.).—But -όω is confirmed by ἀντικόντωσις, εως, ἡ, the support of a stick to a lame man, Art. 52 , 58 .