συνέστιος
συνέστῐ-ος, ον,
A). sharing one's hearth or house, OT 249 , Alc. 1151 ; σύσσιτος καὶ ς. Ep. 350c ; ξυνέστιοι πόλεος his fellow-citizens, Th. 773 (lyr.); ς. δαιτός, of a bottle, AP 6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., ς. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Euthphr. 4b , cf. Lg. 868e ; ἀθανάτοισι ς. ; 1.1319 ἀμβροσίῃσι ς. AP 7.41 ; ὄρνις ς. ἀνθρώποισι C. 3.118 : c. dat. pers. et gen. rei, χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι associates with me in the feast, El. 784 .
2). epith. of Zeus, guardian of the hearth, Ag. 703 (lyr.); ς. θεοί sharing the same hearth, i.e. temple, PGiss. 99.26 (ii A.D.).