Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστηκότως
συνεστιάζω
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρέω
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετόβουλος
συνετός
View word page
συνεστιάτωρ
συνεστῐ-άτωρ [ᾱ],,
A). boon-companion, ib.: metaph., Vett.Val. 345.10 .


ShortDef

boon-companion

Debugging

Headword:
συνεστιάτωρ
Headword (normalized):
συνεστιάτωρ
Headword (normalized/stripped):
συνεστιατωρ
IDX:
100417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεστῐ-άτωρ</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boon-companion</span>, ib.: metaph., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:345:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:345.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 345.10 </a>.</div> </div><br><br>'}