Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστηκότως
συνεστιάζω
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρέω
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
View word page
συνεστιάζω
συνεστῐ-άζω,
A). = συνεστιάω , BSA 23.73 (Macedonia, ii A.D., Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεστιάζω
Headword (normalized):
συνεστιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεστιαζω
IDX:
100415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100416
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεστῐ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνεστιάω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BSA</span> 23.73 </span> (Macedonia, ii A.D., Pass.).</div> </div><br><br>'}