Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνερώτησις
συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστηκότως
συνεστιάζω
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρέω
συνεταιρίζω
συνέταιρος
View word page
συνεστηκότως
συνεστηκότως, Adv.,(συνίστημι)
A). in a constrained way, ς. ἔχειν Arist. Pol. 1340b1 .


ShortDef

steadfastly, gravely

Debugging

Headword:
συνεστηκότως
Headword (normalized):
συνεστηκότως
Headword (normalized/stripped):
συνεστηκοτως
IDX:
100414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεστηκότως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">συνίστημι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a constrained way</span>, <span class="quote greek">ς. ἔχειν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1340b:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1340b.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pol.</span> 1340b1 </a> .</div> </div><br><br>'}