Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνερύω
συνέρχομαι
συνέρωμα
συνερωτάω
συνερώτησις
συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστηκότως
συνεστιάζω
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
View word page
συνεσπουδασμένως
συνεσπουδασμένως, Adv.
A). with earnest zeal, Eun. VS p.468 B.


ShortDef

with earnest zeal

Debugging

Headword:
συνεσπουδασμένως
Headword (normalized):
συνεσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεσπουδασμενως
IDX:
100410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεσπουδασμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with earnest zeal</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg001:p.468" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg001:p.468/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eun.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VS</span> p.468 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}