Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνέρρωγα
συνερτικός
συνερύω
συνέρχομαι
συνέρωμα
συνερωτάω
συνερώτησις
συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστηκότως
συνεστιάζω
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
View word page
συνεσκευασμένως
συνεσκευασμένως, Adv.
A). by joint preparation, v.l. in X. Oec. 11.19 .


ShortDef

by joint preparation

Debugging

Headword:
συνεσκευασμένως
Headword (normalized):
συνεσκευασμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεσκευασμενως
IDX:
100408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεσκευασμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by joint preparation</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:11:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:11.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oec.</span> 11.19 </a>.</div> </div><br><br>'}