συνερέω
συνερέω, Att. συνερ-ερῶ, pf. -είρηκα, fut. and pf. without pres. in use (v. συναγορεύω):—
A). speak with or together, advocate, support in a speech, Cyr. 2.2.22 , 8.1.6 : c. dat., , 12.86 , 16.1 22.40 , Lyc. 19 ; ς. νόμῳ . Cf. 20.153 συνεῖπον.