Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνέργιον
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνέρημα
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
σύνερξις
συνέρομαι
συνερπύζω
συνέρραισα
View word page
συνερειστικός
συνερ-ειστικός, , όν,
A). making a firm foundation, τόνος Stoic. 2.134 , cf. Plu. 2.954e , Hierocl. p.23 A.


ShortDef

making a firm foundation

Debugging

Headword:
συνερειστικός
Headword (normalized):
συνερειστικός
Headword (normalized/stripped):
συνερειστικος
IDX:
100387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνερ-ειστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making a firm foundation</span>, <span class="quote greek">τόνος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.134 </span> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.954e </span>, Hierocl.<span class="bibl"> p.23 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> </div> </div><br><br>'}