συνέργω
συνέργω,
A). = συνείργω , pres.first in : fut. 1.117 συνέρξω (v.infr.): Ep. συνεέργω, impf. συνέεργον or συνεέργαθον: in later Att. συνείργνῡμι (q.v.): Att. aor. part. συνείρξας ; 3 sg. aor. opt. 4.495 συνείρξειε :— 2.398b shut up or enclose together, ὅσον συνεέργαθον ἄκραι enclosed between them, ; 14.36 οὐ ξυνέρξεθ’ ὡς τάχος; i.e. shut the doors, Aj. 593 ; οὐδὲ τὰς ηοδὼς .. συνηέρξοντι Tab.Heracl. 1.133 ; wrap up closely, αὐτοὺς ἱματίοις l.c.
2). restrict, limit, τὸ πλῆθος τῆς σαρκός (obesity) l.c.