Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεργασία
συνεργάτης
συνεργατίνης
συνέργεια
συνέργειον
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργήτης
συνεργητικός
συνεργία
συνέργιον
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
View word page
συνεργήτης
συνεργ-ήτης, ου, ,
A). = συνεργατίνης, λαός AP 7.693 ( Apollonid.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεργήτης
Headword (normalized):
συνεργήτης
Headword (normalized/stripped):
συνεργητης
IDX:
100374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεργ-ήτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνεργατίνης, λαός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.693 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollonid.</span></span>).</div> </div><br><br>'}