Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω1
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργατίνης
συνέργεια
συνέργειον
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργήτης
συνεργητικός
συνεργία
συνέργιον
συνεργολάβος
σύνεργον
View word page
συνεργεπιστατέω
συνεργ-επιστᾰτέω,
A). to be joint-foreman, BCH 18.23 (Western Asia Minor).


ShortDef

to be joint-foreman

Debugging

Headword:
συνεργεπιστατέω
Headword (normalized):
συνεργεπιστατέω
Headword (normalized/stripped):
συνεργεπιστατεω
IDX:
100369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεργ-επιστᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be joint-foreman</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 18.23 </span> (Western Asia Minor).</div> </div><br><br>'}