Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω1
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργατίνης
συνέργεια
συνέργειον
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργήτης
συνεργητικός
συνεργία
συνέργιον
View word page
συνέργεια
συνέργ-εια,
A). v. συνεργία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνέργεια
Headword (normalized):
συνέργεια
Headword (normalized/stripped):
συνεργεια
IDX:
100367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνέργ-εια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνεργία</span> .</div> </div><br><br>'}