Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω1
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργατίνης
συνέργεια
συνέργειον
συνεργεπιστατέω
View word page
συνερανιστός
συνερᾰν-ιστός
,
όν
,
A).
one who is contributed
(but does not contribute) to a picnic, of a parasite,
Crobyl.
1
(Pors. for
συνερανιστής
).
ShortDef
one who is contributed
Debugging
Headword:
συνερανιστός
Headword (normalized):
συνερανιστός
Headword (normalized/stripped):
συνερανιστος
IDX:
100359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100360
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνερᾰν-ιστός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who is contributed</span> (but does not contribute) to a picnic, of a parasite, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0437.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0437.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crobyl.</span> 1 </a> (Pors. for <span class="foreign greek">συνερανιστής</span>).</div> </div><br><br>'}