Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω1
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργατίνης
συνέργεια
συνέργειον
View word page
συνερανιστής
συνερᾰν-ιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
member of a club,
IG
12(1).155.46
(Rhodes),
22.2721
.
ShortDef
member of a club
Debugging
Headword:
συνερανιστής
Headword (normalized):
συνερανιστής
Headword (normalized/stripped):
συνερανιστης
IDX:
100358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100359
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνερᾰν-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">member of a club,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(1).155.46 </span> (Rhodes), <span class="bibl"> 22.2721 </span>.</div> </div><br><br>'}