Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω1
συνεράω2
συνεργάζομαι
View word page
συνεπτυγμένως
συνεπτυγμένως, Adv.,(συμπτύσσω)
A). folded or taken together, Ps.- Alex. Aphr. in Metaph. 467.3 .


ShortDef

folded

Debugging

Headword:
συνεπτυγμένως
Headword (normalized):
συνεπτυγμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεπτυγμενως
IDX:
100353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπτυγμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">συμπτύσσω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">folded</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">taken together</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> </span> Aphr.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">in Metaph.</span> 467.3 </span>.</div> </div><br><br>'}