Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
View word page
συνεπουλόομαι
συνεπ-ουλόομαι,
A). to be scarred quite over, Gal. 18(1).13 .


ShortDef

to be scarred quite over

Debugging

Headword:
συνεπουλόομαι
Headword (normalized):
συνεπουλόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπουλοομαι
IDX:
100350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-ουλόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be scarred quite over</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).13 </span>.</div> </div><br><br>'}