Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
View word page
συνεποικοδομέω
συνεποικοδομέω,
A). help in rebuilding, IG 22.505.34 (iv B.C.).


ShortDef

help in rebuilding

Debugging

Headword:
συνεποικοδομέω
Headword (normalized):
συνεποικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
συνεποικοδομεω
IDX:
100344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεποικοδομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in rebuilding,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.505.34 </span> (iv B.C.).</div> </div><br><br>'}