Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
View word page
συνεπιφύομαι
συνεπι-φύομαι,
A). to be attached together with, Gal. 2.446 , 18(2).975 .


ShortDef

to be attached together with

Debugging

Headword:
συνεπιφύομαι
Headword (normalized):
συνεπιφύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιφυομαι
IDX:
100337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-φύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be attached together with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.446 </span>, <span class="bibl"> 18(2).975 </span>.</div> </div><br><br>'}