Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
View word page
συνεπιφορτίζω
συνεπι-φορτίζω,
A). help to load still more, ib. 728c .


ShortDef

help to load still more

Debugging

Headword:
συνεπιφορτίζω
Headword (normalized):
συνεπιφορτίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιφορτιζω
IDX:
100336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-φορτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to load still more</span>, ib. <span class="bibl"> 728c </span>.</div> </div><br><br>'}