Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
View word page
συνεπίφημι
συνεπί-φημι,
A). assent, acquiesce, Plu. 2.511f .


ShortDef

assent, acquiesce

Debugging

Headword:
συνεπίφημι
Headword (normalized):
συνεπίφημι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιφημι
IDX:
100334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπί-φημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assent, acquiesce</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.511f </span>.</div> </div><br><br>'}