Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
View word page
συνεπιφάσκω
συνεπι-φάσκω,
A). assent also, Plu. 2.63c .


ShortDef

assent also

Debugging

Headword:
συνεπιφάσκω
Headword (normalized):
συνεπιφάσκω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιφασκω
IDX:
100332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-φάσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assent also</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.63c </span>.</div> </div><br><br>'}