Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
View word page
συνεπιτροχάζομαι
συνεπι-τροχάζομαι, Pass.,
A). to be hurried along with, τῇ σπουδῇ τινος Eust. 1719.14 .


ShortDef

to be hurried along with

Debugging

Headword:
συνεπιτροχάζομαι
Headword (normalized):
συνεπιτροχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτροχαζομαι
IDX:
100329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-τροχάζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be hurried along with</span>, <span class="quote greek">τῇ σπουδῇ τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1719:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1719.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1719.14 </a> .</div> </div><br><br>'}