Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
View word page
συνεπίτροπος
συνεπί-τροπος, ,
A). joint guardian, D. 27.14 , 16 .


ShortDef

a joint guardian

Debugging

Headword:
συνεπίτροπος
Headword (normalized):
συνεπίτροπος
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτροπος
IDX:
100328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπί-τροπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint guardian</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 27.14 </a>,<span class="bibl"> 16 </span>.</div> </div><br><br>'}