Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπισυκοφαντέω
συνεπισύρομαι
συνεπισφάζω
συνεπισφραγίζω
συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
View word page
συνεπιτέμνω
συνεπι-τέμνω,
A). abridge in accordance with, Eust. 1167.61 ( Pass.).


ShortDef

abridge in accordance with

Debugging

Headword:
συνεπιτέμνω
Headword (normalized):
συνεπιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτεμνω
IDX:
100321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-τέμνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abridge in accordance with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1167:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1167.61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1167.61 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}