συνεπισχύω
συνεπ-ισχύω,
A). join in supporting, assist, Mem. 2.4.6 ; τισι 2 Ch. 32.3 , , etc.; 6.6.10 κατά τινων ; 6.8.1 ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν ; 28.5.5 ς. μοι ἀπαιτοῦντι BGU 1189.14 (i B.C. /i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib. 1795.9 (i B.C.), cf. PSI 10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως .. SIG 799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG 22.1013.6 .
3). Medic., of symptoms, ς. πρὸς <τὸν?> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to .. , . 17(1).628