Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστένω
συνεπιστήμων
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισυκοφαντέω
συνεπισύρομαι
συνεπισφάζω
συνεπισφραγίζω
συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
View word page
συνεπιστένω
συνεπι-στένω, = foreg., Plu. Galb. 23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπιστένω
Headword (normalized):
συνεπιστένω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστενω
IDX:
100307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-στένω</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg065:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg065:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Galb.</span> 23 </a>.</div><br><br>'}