Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστένω
συνεπιστήμων
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
View word page
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπι-σκυθρωπάζω,
A). look sternly at with or together, Plu. 2.672e .


ShortDef

look sternly at with

Debugging

Headword:
συνεπισκυθρωπάζω
Headword (normalized):
συνεπισκυθρωπάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκυθρωπαζω
IDX:
100300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-σκυθρωπάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">look sternly at with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.672e </span>.</div> </div><br><br>'}