Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιπλέκω
συνεπιπλέω
συνεπιπλοκή
συνεπιπονέω
συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
View word page
συνεπισκέπω
συνεπι-σκέπω,
A). protect at the same time, Ascl. Tact. 1.3 ( Pass.).


ShortDef

protect at the same time

Debugging

Headword:
συνεπισκέπω
Headword (normalized):
συνεπισκέπω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκεπω
IDX:
100296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-σκέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">protect at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ascl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tact.</span> 1.3 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}