Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
συνεπινοέω
συνεπινοητέον
συνεπιορκέω
συνεπιπάσχω
συνεπιπλέκω
συνεπιπλέω
συνεπιπλοκή
συνεπιπονέω
συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
View word page
συνεπιπλέω
συνεπι-πλέω,
A). join in a naval expedition, D. 50.59 .


ShortDef

join in a naval expedition

Debugging

Headword:
συνεπιπλέω
Headword (normalized):
συνεπιπλέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιπλεω
IDX:
100287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-πλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in a naval expedition</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg050.perseus-grc1:59" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg050.perseus-grc1:59/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 50.59 </a>.</div> </div><br><br>'}