Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
συνεπινοέω
συνεπινοητέον
συνεπιορκέω
συνεπιπάσχω
συνεπιπλέκω
συνεπιπλέω
συνεπιπλοκή
συνεπιπονέω
συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
View word page
συνεπιπάσχω
συνεπι-πάσχω,
A). feel emotion together, μετὰ πάθους τινός ib. 1037b .


ShortDef

feel emotion together

Debugging

Headword:
συνεπιπάσχω
Headword (normalized):
συνεπιπάσχω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιπασχω
IDX:
100285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-πάσχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feel emotion together</span>, <span class="foreign greek">μετὰ πάθους τινός</span> ib.<span class="bibl"> 1037b </span>.</div> </div><br><br>'}